αξιόπιστος

αξιόπιστος
1) dependable
2) reliable

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀξιόπιστος — trustworthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιόπιστος — η, ο (Α ἀξιόπιστος, ον) αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός αρχ. 1. αρκετός 2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς 3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι… …   Dictionary of Greek

  • αξιόπιστος — η, ο επίρρ. α ο άξιος εμπιστοσύνης: Αυτός που αναφέρει την είδηση είναι συγγραφέας αξιόπιστος. Το ουδ. ως ουσ., το αξιόπιστο η αξιοπιστία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιοπιστότερον — ἀξιόπιστος trustworthy adverbial comp ἀξιόπιστος trustworthy masc acc comp sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπιστοτάτων — ἀξιόπιστος trustworthy fem gen superl pl ἀξιόπιστος trustworthy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπιστοτέρων — ἀξιόπιστος trustworthy fem gen comp pl ἀξιόπιστος trustworthy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπιστότατον — ἀξιόπιστος trustworthy masc acc superl sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπίστω — ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπίστως — ἀξιόπιστος trustworthy adverbial ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιόπιστον — ἀξιόπιστος trustworthy masc/fem acc sg ἀξιόπιστος trustworthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιοπιστοτάτην — ἀξιόπιστος trustworthy fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”